Το κροταφογναθικό σύνδρομο (ΚΓΣ) ή τρίξιμο ή σφίξιμο δοντιών χαρακτηρίζεται από μία πληθώρα παθολογικών και επώδυνων καταστάσεων που αποδίδονται στη δυσλειτουργία τόσο της άρθρωσης (κροταφογναθικής), όσο και των μαλακών ιστών που την περιβάλλουν (μασητήριοι μύες, σύνδεσμοι, περιτονίες).
H κροταφογναθική διάρθρωση αποτελεί μία από τις πλέον πολύπλοκες διαρθρώσεις του ανθρώπινου σώματος, και συνδέει την κάτω γνάθο με το κροταφικό οστό εκατέρωθεν της πλάγιας περιοχής του κρανίου, μπροστά ακριβώς από τα αυτιά. Πιο συγκεκριμένα, ενώνει μέσω του διάρθριου δίσκου, τον κόνδυλο της κάτω γνάθου με την κροταφική γλήνη του κροταφικού οστού. Ο διάρθριος δίσκος μπορεί να κινείται ελεύθερα μεταξύ των δύο οστικών τμημάτων της άρθρωσης και χρησιμεύει για την απορρόφηση των κραδασμών και την ομαλή κίνηση της γνάθου κατά τη διάνοιξη και το κλείσιμο του στόματος.
Οι παθολογικές καταστάσεις στις οποίες ταξινομούνται σήμερα οι διαταραχές της κροταφογναθικής διάρθρωσης είναι οι εξής:
Διάφοροι παράγοντες όπως η κακή σύγκλειση των δοντιών, ο βρουξισμός (σφίξιμο και τρίξιμο των δοντιών), το άγχος και η ψυχολογική πίεση, οι τραυματισμοί της γνάθου και οι κακές συνήθειες, όπως να δαγκώνουμε τα νύχια μας, μολύβια και άλλα αντικείμενα, αποτελούν μερικά από τα αίτια τα οποία έχουν ενοχοποιηθεί για την εκδήλωση του κροταφογναθικού συνδρόμου.
Τα κυριότερα συμπτώματά του συνδρόμου είναι:
Αν αναγνωρίζετε κάποιο από τα συμπτώματα ή υποφέρετε με κάποιο από αυτά σε καθημερινή βάση, θα πρέπει να επισκεφθείτε τον οδοντίατρό σας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και εφ' όσον κρίνει αυτός απαραίτητο, μπορεί να σας παραπέμψει σε κάποιο ειδικό. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στη διαφορική διάγνωση του κροταφογναθικού συνδρόμου από παθήσεις όπως η νευραλγία του τριδύμου νεύρου, ωτίτιδα, ημικρανίες, παθήσεις σιελογόνων αδένων κ.λπ.
Επειδή οι περισσότερες διαταραχές της κροταφογναθικής διάρθρωσης είναι απλές και δεν επιδεινώνονται, συνήθως εφαρμόζονται συντηρητικές τεχνικές αντιμετώπισης του προβλήματος οι οποίες περιλαμβάνουν κατασκευή ειδικού νάρθηκα σύγκλεισης, χορήγηση αντιφλεγμονωδών και μυοχαλαρωτικών φαρμάκων, έλεγχο της σωστής σύγκλεισης των δοντιών με εκλεκτικό τροχισμό, αποφυγή έντονων κινήσεων της κάτω γνάθου, χρήση θερμών ή ψυχρών επιθεμάτων στην περιοχή, φυσιοθεραπεία, κινησιοθεραπεία κ.α.
Στις περιπτώσεις οι οποίες είναι αρκετά προχωρημένες ή δεν υπάρχει κάποια βελτίωση βάση της συντηρητικής θεραπείας, τότε οδηγούμαστε στη χειρουργική αντιμετώπιση της διαταραχής.